Εξιστορεί ότι πριν από τον αγώνα με τον ΟΦΗ, στον οποίο ο Φίλιππος Bέροιας παραλίγο να μην αγωνιστεί, αντίκρισε «παίκτες με καταρρακωμένη ψυχολογία» και θυμάται τη συνομιλία με τον αρχηγό, Κώστα Προύσαλη.
Μιλά για τις επικείμενες συναντήσεις του με τον υφυπουργό Οικονομικών, Απόστολο Βεσυρόπουλο και τον υφυπουργό Αθλητισμού, Λευτέρη Αυγενάκη, την υπόσχεση για τήρηση κάθε οικονομικής συμφωνίας ως την εκταμίευση των πρώτων επιχορηγήσεων και την ενεργοποίηση τοπικών φορέων και χορηγών της πόλης της Βέροιας.
Ένας άνθρωπος με μόνιμη διάθεση για μάθηση, ρίσκο και ξεκάθαρα πλάνα για ό,τι καταπιάνεται, ο κ. Τάκης αφηγείται παλαιότερες συνεργασίες του με τις ομάδες ποδοσφαίρου του ΠΑΟΚ και του ΟΦΗ. Αναφέρεται επίσης και στο προσωπικό του επιχειρηματικό ξεκίνημα και ανακαλεί στη μνήμη του τις δυσκολίες, τις προκλήσεις και τις ιδέες. Ενώ επισημαίνει και πώς οι μπίζνες συνδέονται άμεσα με τον αθλητισμό, με τον όρο «κοινωνικό μάρκετινγκ» και τονίζει πως «πρέπει να βγάλουμε από το μυαλό μας την έννοια του “ημιεπαγγελματικού”. Κάθε κατάσταση θα πρέπει να είναι είτε αμιγώς επαγγελματική είτε ερασιτεχνική. Το “ημί” δεν γίνεται να έχει θέση...».
-Στην Ελλάδα μάς αρέσει πολύ αυτή η έκφραση που ρωτά με προτρεπτικό τρόπο: «Είσαι ο και λέγεσαι...».
Ν.Τ.: «Γεννήθηκα και μεγάλωσα στο Νεόκαστρο Ημαθίας. Η οικογένειά μου ήταν αγροτική και μαζεύαμε καπνά μέχρι τα 18 χρόνια μου. Όταν κατέβηκα για σπουδές στη Θεσσαλονίκη, δεν επέστρεψα πάλι για να ζήσω στον τόπο μου, γιατί στην πόλη συνέχισα την επαγγελματική καριέρα μου, αρχικά ως προγραμματιστής υπολογιστών».
-Πώς ξεκίνησε η σχέση σας με τους υπολογιστές;
Ν.Τ.: «Το 1984 απέτυχα να περάσω στη σχολή προτίμησής μου στο πανεπιστήμιο κι ενώ ετοιμαζόμουν να φύγω στο εξωτερικό, σε σχολή που στόχευα, πέρασα από τη Θεσσαλονίκη μαζί με δύο ξαδέρφια μου. Σταθήκαμε έξω από μία νέα σχολή προγραμματιστών ηλεκτρονικών υπολογιστών και παράλληλα δακτυλογράφων και γραμματέων. Τρελαθήκαμε, γιατί για πρώτη φορά είδαμε 1.500 κοπέλες να ανεβοκατεβαίνουν τους ορόφους! Ήμουν πάντα ανήσυχο πνεύμα και ρώτησα έναν νεαρό τι γίνεται εκεί. Μου απάντησε ότι θέλει να γίνει προγραμματιστής γιατί είχε ακούσει ότι είναι το επάγγελμα του μέλλοντος. Ενθουσιάστηκα με την ιδέα και είπα στα ξαδέρφια μου να ρωτήσουμε. Δόθηκαν «μάχες» στο σπίτι, διότι ο πατέρας μου ήθελε να τελειώσω την ιατρική. Θα έφευγα για τη Ρουμανία και στη Θεσσαλονίκη είχα βρεθεί για να πάω στο προξενείο να μάθω για τις διαδικασίες. Η αλήθεια ήταν ότι δεν ήθελα να πάω σε μία χώρα υπό το κομμουνιστικό καθεστώς του Τσαουσέσκου. Έχουμε σχέσεις με τη Ρουμανία. Εκτός από τη γλώσσα, με κοινά σημεία, μία αδερφή της γιαγιάς μου είχε φτάσει στη Ρουμανία πριν από τον πόλεμο, λόγω μίας προπαγάνδας που ανάγκασε πολλούς Βεροιώτες να φύγουν, με το δέλεαρ της δημιουργίας περιουσίας... Υπήρχαν συγγενείς εκεί και προέκυψε η λύση των ιατρικών σπουδών στη χώρα. Ωστόσο, φοβόμουν. Όταν είσαι από ένα χωριό, άβγαλτος, δεν έχεις δει τον κόσμο και σε τρομάζει λίγο η ιδέα. Προσπάθησα να πείσω τον πατέρα μου για το “επάγγελμα του μέλλοντος” και ρώτησε έναν οικογενειακό φίλο και γιατρό, τον Τάσο Βαφειάδη, ο οποίος, να είναι καλά ο άνθρωπος, του επιβεβαίωσε τις εκτιμήσει για τους προγραμματιστές».
-Με... συνταγή ιατρού, δηλαδή;
Ν.Τ.: «Ακριβώς! Ο πατέρας μου άρχισε να μαλακώνει. Η μητέρα μου δεν μου χαλούσε χατίρι, γιατί μου είχε αδυναμία. Ο πατέρας μου γνώριζε από την τεχνολογία μόνο το τηλεχειριστήριο της τηλεόρασης και δεν πίστευε ότι από τους υπολογιστές μπορείς να βγάλεις τα απαραίτητα χρήματα για να ζεις. Αγνοί άνθρωποι... Έτσι μπήκα στον κλάδο, τον οποίο αγάπησα και τελείωσα στη Θεσσαλονίκη τις σπουδές προγραμματιστών και αναλυτών. Ήμουν τυχερός, ως στρατιώτης στην Κοζάνη, διότι το 1986, στο τμήμα λογιστών του νέου ΤΕΙ, έβαλαν υπολογιστές και ένας καθηγητής δημιουργούσε το CD-Rom, μετά τις εποχές της δισκέτας. Τα απογεύματα έπαιρνα υπηρεσιακό από το στρατόπεδο και πήγαινα στο ΤΕΙ. Όταν βγήκα στην αγορά, δεν έχασα χρόνο. Στις 3 Νοεμβρίου απολύθηκα από τον στρατό και στις 7 του ίδιου μήνα εργαζόμουν! Ήμασταν λίγοι στον κλάδο στη Βόρεια Ελλάδα και η εξέλιξη της πληροφορικής ήταν ραγδαία. Στη σχολή γνώρισα και τη μετέπειτα σύζυγό μου. Πλέον, ένα παιδί από ένα χωριό επικοινωνεί με όλο τον κόσμο μέσω των social media».
-Συνεργαστήκατε και με τη σύζυγό σας;
Ν.Τ.: «Ήμουν υπάλληλος σε ένα εργοστάσιο, στο τμήμα γραφιστικής, δούλευα και ως καθηγητής σε κάποιες σχολές και ως free-lancer προγραμματιστής, όμως εργαστήκαμε για χρόνια και μαζί, ως ελεύθεροι επαγγελματίες. Αποφασίσαμε κάποια στιγμή μαζί με τη σύντροφό μου και μερικούς άλλους συναδέλφους ότι πρέπει να πάψει η εκμετάλλευσή μας στις σχολές... Το 1989, όταν ανοίξαμε τη δική μας. Τότε, ένα 3% από τους απόφοιτους Λυκείου περνούσε στο πανεπιστήμιο, ένα 6% στα ΤΕΙ και οι υπόλοιποι επέλεγαν ιδιωτικές ή τεχνικές σχολές. Στην αρχή σκεφτήκαμε ως τοποθεσία τα Μουδανιά ή τη Βέροια, όμως φτάνοντας στη Βέροια για εύρεση χώρου, κάναμε μία στάση στην Αλεξάνδρεια, την οποία η κοπέλα μου σκέφτηκε ως κατάλληλη επιλογή, κοντά στη Θεσσαλονίκη. Ο ανταγωνισμός θα ήταν μικρότερος εκεί, αν και μας έλεγαν τρελούς, για το ρίσκο. Στη Θεσσαλονίκη, πάντως, ήθελες χώρο με ενοίκιο 500 χιλιάδων δραχμών, ενώ στην Αλεξάνδρειο το κόστος ήταν στο 1/5. Είχαμε τόση δουλειά που αφήσαμε τη βασική εργασία μας και η σχολή πήγε πολύ καλά».
-Η συνέχεια ποια ήταν; Ποιες ήταν οι επόμενες ιδέες και κινήσεις;
Ν.Τ.: «Είχα πάντα μέσα μου το επιχειρηματικό δαιμόνιο και λίγο αργότερα ανοίξαμε σχολές στα Γιαννιτσά, την Κατερίνη και τη Βέροια, πριν αποκτήσουμε την τεχνογνωσία και εισέλθουμε στον χώρο του franchise, φτάνοντας τα 37 παραρτήματα, κυρίως στη Βόρεια και Δυτική Ελλάδα! Ήμασταν τυχεροί διότι το όνομα “RAM-Computer” που επιλέξαμε “έπαιξε” δυνατά και στη διαφήμιση. Την ίδια περίοδο, ο Δημοσιογραφικός Όμιλος Λαμπράκη κυκλοφόρησε τα περιοδικά “RAM” και “RAM Kids”, όμως είχαμε προλάβει να κατοχυρώσουμε το όνομα. Ο κόσμος, όμως, μας συνέδεε με τον Δ.Ο.Λ. και το έβλεπε στην τηλεόραση! Ως πρόεδρος στην Πανελλήνια Ένωση Εκπαιδευτηρίων Πληροφορικής, προέκυψε η ανάγκη ώστε τα πιστοποιητικά που χορηγούσαμε, να αναγνωριστούν από το κράτος. Για να προσληφθεί κάποιος στο δημόσιο, δεν αρκούσε να γνωρίζει την αγγλική γλώσσα, αλλά να είναι και ψηφιακά καταρτισμένος. Δώσαμε αγώνα...».
-Πώς ζήσατε την αλλαγή της εποχής;
Ν.Τ.: «Από το 1984 έχω δει πάρα πολλά. Κάποιοι έβαζαν το “ποντίκι” πάνω στην οθόνη! Αλλά η τεχνολογία προχώρησε και το 2000, ως πρόεδρος της Ένωσης, ταξίδευα στην Ευρώπη ώστε να βρούμε φορείς που θα αναλάμβαναν την πιστοποίηση. Με πρόλαβε, πάντως, ο καλός και πετυχημένος συνάδελφος, Βύρωνας Νικολαΐδης, ο οποίος πήρε το ευρωπαϊκό πιστοποιητικό, το ECDL, κι εμείς υποχρεωθήκαμε να πάμε σε αυτό του πανεπιστήμιου του Κέιμπριτζ, το οποίο πρόσφερε ισχυρά δικαιώματα αλλά είχε και σοβαρές προϋποθέσεις. Μία συνάδελφος, που είχε μεγαλώσει και ζήσει στη Βρετανία, είχε άριστη γνώση της γλώσσας και μας βοήθησε. Η πρώτη προκαταβολή ήταν 38 εκατομμύρια δραχμές. Στην Αγγλία ήμασταν “σαν τη μύγα μεσ’ το γάλα” και αρχικά απορριφθήκαμε. Αποχώρησα από τον χώρο της εκπαίδευσης, η σύζυγός μου διατήρησε για λίγο το δίκτυο του franchise κι εγώ άνοιξα 32 internet cafe από τη Δυτική Μακεδονία ως τον Πειραιά, μαζί με έναν ποδοσφαιριστή του Ολυμπιακού. Μέχρι που πήραμε τελικά τη διαδικασία της αναγνώρισης από το Κέιμπριτζ».
-Ποια ήταν η μετέπειτα πορεία;
Ν.Τ.: «Ως το 2007 οι δύο συνεργάτες μου στο εγχείρημα με ακολούθησαν. Μέχρι να υπάρξει μία “κοιλιά”, με ανταγωνιστές το ECDL και τη Microsoft, που τους έκανε να τρομάξουν ελαφρώς. Εκείνοι επέστρεψαν στην εκπαίδευση κι εγώ συνέχισα μόνος μου. Πήρα τα ρίσκα μου, αλλά άρχισα να δουλεύω πιο στοχευμένα. Επιχείρηση δίχως ρίσκο δεν υπάρχει. Είχα τη δυνατότητα να αποφασίζω μόνος μου αν θα ανοίξω ένα παράρτημα στη Θεσσαλονίκη ή να θα μπω χορηγός στον ΠΑΟΚ. Είχαμε μια πολύ καλή και παραγωγική πενταετία και συνεχή άνοδο. “Ναυαρχίδα” των επιχειρήσεων ήταν η Vellum, στεγασμένη σε ένα τετραώροφο κτίριο στη Θεσσαλονίκη και αντιπροσώπευε το Κέμπριτζ, με περισσότερα από 1.000 εξεταστικά κέντρα σε όλη την Ελλάδα».
-Πόσο επηρέασε τις δραστηριότητές σας η κρίση;
Ν.Τ.: «Από το 2009 δεν έδειχνε να μας αγγίζει, όμως έφτασε αναπόφευκτα και σε εμάς. Ο Έλληνας θα έκοβε πρώτα το φαγητό και τη διασκέδαση και όχι την εκπαίδευση των παιδιών του. Καταφέραμε, όμως, παρά την μείωση των μαθητών, να κρατήσουμε όρθια την εταιρία και όλο τον όμιλο, “με νύχια και με δόντια”. Από 54 άτομα προσωπικό, έμειναν 14, οι οποίοι δούλευαν ακατάπαυστα και τους χρωστώ πολλά. Δουλέψαμε σκληρά, ως οικογένεια. Από το 2016 άρχισα να ασχολούμαι και με τον χώρο της τηλεκατάρτισης. Δεν ανακάλυψα τον τροχό, όμως είχα προσέξει ότι έμπαινε δυνατά ένα τμήμα του Καποδιστριακού, με το e-learning και παρακολουθούσα τη δυναμική του. Το “εξ αποστάσεως” άρχισε να αρέσει στον κόσμο και σκεφτήκαμε να κάνουμε κάτι υβριδικό. Πήραμε ένα εκπαιδευτικό προϊόν, το οποίο αν μη τι άλλο δείχνει ότι έχει ζήτηση, και το πήγαμε προς τον τουρισμό. Δανειστήκαμε μερικές ιδέες από ένα ανάλογο πρόγραμμα του Κέιμπριτζ και δημιουργήσαμε ένα σύγχρονο πρόγραμμα, με 70% e-learning και 30% με τηλεδιάσκεψη. Είχε μεγάλη επιτυχία. Το συγκεκριμένο δίπλωμα, με αυτό το μοναδικό αντικείμενο, το έχουν λάβει ως τώρα 12.000 άτομα».
-Ο χώρος της πιστοποίησης πως εξελισσόταν;
Ν.Τ.: «Η πιστοποίηση άρχισε να παίρνει την κατιούσα, γιατί πολλοί επέλεγαν τα ευρωπαϊκά προγράμματα. Όλοι οι φορείς στη χώρα, ενώ από τρεις γίναμε 14, από τις 80.000 πιστοποιήσεις τον χρόνο, πέσαμε στις 10.000 ετησίως... Διαπιστώσαμε πως μία εταιρία δεν μπορεί να επιβιώσει μόνο με τις πιστοποιήσεις και δημιουργήσαμε το 2016 το Free Studies, που είναι τα πρώτα ιδιωτικά -πλην του ΕΚΠΑ- Massive Open Courses, τα ανοικτά μαζικά μαθήματα. Μπήκαμε δυναμικά και πρώτοι στον χώρο, βασιζόμενοι στην εμπειρία μας και τους αξιόλογους συνεργάτες. Φτιάξαμε ένα στούντιο, ώστε τα τηλεμαθήματα να έχουν εξαιρετικό επίπεδο ήχου και εικόνας, αλλά και οι καθηγητές να έχουν τις απαραίτητες ανέσεις για τα μαθήματα. Τα μαθήματα για υπαλλήλους σεκιούριτι, σε συνεργασία με τον ΕΟΠΕΠ και το ΚΕΜΕΑ, στην αρχή κόστιζαν 500 ευρώ. Όμως από το 2015, με τη διαδικασία της τηλεκατάρτισης, συζήτησα με καθηγητές του ΚΕΜΕΑ, οι περισσότεροι απόστρατοι ταξίαρχοι δέχθηκαν τα τηλεμαθήματα, με μειωμένο κόστος».
-Ποιο ήταν το αποτύπωμα του κορονοϊού στον τομέα σας;
Ν.Τ.: «Η υγειονομική κρίση μάς βρήκε στο απόγειο του know-how και της προετοιμασίας. Ουσιαστικά ήταν σα να ήμασταν στημένοι και έτοιμοι, γνωρίζοντας πως θα αντιμετωπίσουμε τον Covid-19. Έτοιμοι τεχνολογικά, με δικούς μας servers, με πληρωμένα μεγάλα clouds όπως το Amazon και φτάσαμε σε σημείο να λέμε “δεν δουλεύουμε άλλο!”. Αρχίσαμε τη συνεργασία και με ελληνικά πανεπιστήμια, έχοντας οργανώσει και εφαρμόσει από το 2015 ολόκληρο το πρόγραμμα μαθημάτων εξ αποστάσεως ενός κυπριακού πανεπιστήμιου, το οποίο “χτίσαμε” από το μηδέν. Αυτό μας χάρισε πρεστίζ και ήταν ένα “διαβατήριο” για μεγαλύτερα έργα. Σε κάθε ανάθεση θα σε ρωτήσουν “γιατί εσύ;” και το βασικό είναι να είσαι αποδοτικός, να κρατάς χαμηλό προφίλ και να μην προκαλείς. Έχω δει κολοσσούς, άλλοτε συνεργάτες, που λόγω πρόκλησης χάθηκαν...».
-Οι δράσεις συνεχίστηκαν και σε αθλητικές ομάδες, αλλά και σε ευπαθείς ομάδες.
Ν.Τ.: «Δεν είμαι από επιχειρηματική οικογένεια, δεν σπούδασα Διοίκηση Επιχειρήσεων ούτε πήγα στο Χάρβαρντ για να τα μάθω. Απλώς, όταν πέφτεις στα βαθιά, «μαθαίνεις μπάνιο και κολυμπάς». Επομένως, μου άρεσε να αφιερώνω χρόνο για διάβασμα, σε πράγματα που έχουν σχέση με το μάρκετινγκ και τη δουλειά μου. Είχα “βυθιστεί” σε ένα βιβλίο που αναφερόταν στο κοινωνικό μάρκετινγκ και από τα πρώτα βήματά μου άρχισα να “χτίζω” πάνω σε αυτό, Άλλοι το λένε “δημόσιες σχέσεις”. Εγώ το λέω “κοινωνικό μάρκετινγκ”. Όταν ανοίξαμε στην Αλεξάνδρεια, εκτός της διαφήμισης, έκανα δωρεάν μαθήματα σε δημόσιους υπαλλήλους. Ένας Τούρκος συνάδελφος μού έχει πει ότι “το τσάμπα ξύδι είναι πιο γλυκό από το μέλι!”. Αυτό βοήθησε κάθε πλευρά. Και γνωστοί γίναμε και βοηθήσαμε τον κόσμο. Κάθε χορηγία πάντα θα σου φέρει ένα μεγάλο μέρος των χρημάτων που διαθέτεις. Θελήσαμε να δεθούμε με όλους τους συλλόγους της περιοχής. Ομάδες όπως ο ΠΑΟΚ είναι, βεβαίως, “βιτρίνα”».
-Τι είναι για εσάς η έννοια της χορηγίας;
Ν.Τ.: «Ο τρόπος χορηγίας μπορεί να είναι οικονομικός ή και κοινωνική καταξίωση. Ο χορηγός είναι μία σύνθετη λέξη, από το “χορός” και το “άγομαι”. Ο ηγέτης του χορού... Χορηγός ήταν εκείνος που αναλάμβανε όλα τα έξοδα του χορού στους θιάσους της αρχαιότητας. Το ακολούθησαν οι Ρωμαίοι και το σημερινό “sponsoring” είναι από την αρχαία ελληνική χορηγία, από τη λέξη “σπονδή”. Γινόταν παράλληλα με την εστίαση, η οποία ήταν ένα μέρος της χορηγίας. Στην αρχαία Αθήνα, δια νόμου, οι 120 ευπορότεροι πολίτες των δέκα φυλών υποχρεωτικά χορηγούσαν κάθε μεγάλη γιορτή. Μπορεί ο θεσμός της χορηγίας να ήταν νομοθέτημα του Κλεισθένη, όμως στον Χρυσό Αιώνα του Περικλή πήρε διαστάσεις, διότι στον αθλητισμό, τον πολιτισμό και τη διασκέδαση είχαν δικαίωμα όλοι οι πολίτες. Κάτι που ήταν πολύ δημοκρατικό και ενδεχομένως να μπορούσαμε να το δούμε και στις μέρες μας, με άλλους τρόπους, παρότι οι σύγχρονοι χορηγοί, επιθυμούν να προχωρούν σε τέτοιες διαδικασίες, χωρίς θεσμοθέτηση. Το Ίδρυμα Σταύρος Νιάρχος και ο Ιβάν Σαββίδης γουστάρουν να κάνουν χορηγίες. Κατά τη γνώμη μου, η παιδεία, ο πολιτισμός και ο αθλητισμός θα πρέπει να συντηρούνται με τη χορηγία. Τρόποι πάντα υπάρχουν, διότι ο αθλητισμός είναι και παιδεία και πολιτισμός. Στα Εκπαιδευτήρια Δούκα, μεγαλύτερο είναι το κόστος των καταπληκτικών αθλητικών εγκαταστάσεων από αυτό για τα σχολεία».
-Η δική σας προσέγγιση για τα σπορ ποια είναι;
Ν.Τ.: «Θα πρέπει να βγάλουμε από το μυαλό μας την έννοια του “ημιεπαγγελματικού”. Κάθε κατάσταση θα πρέπει να είναι είτε αμιγώς επαγγελματική είτε ερασιτεχνική. Το “ημί” δεν γίνεται να έχει θέση. Ο ερασιτέχνης αγωνίζεται για να γίνει επαγγελματίας. Κάποτε έλεγα, στο ποδόσφαιρο, ότι είμαστε στη Γ΄ Εθνική, ως ερασιτεχνικό σωματείο κι εμείς πληρώνουμε παίκτες συνήθως μεγαλύτερης ηλικίας, με επαγγελματικούς όρους. Αντί να έχουμε παιδιά που αγαπούν τη φανέλα και φιλοδοξούν να γίνουν επαγγελματίες».
«Το πρώτο φως στο τούνελ για τον Φίλιππο Βέροιας»
-Πώς προέκυψε η ενασχόληση με τον Φίλιππο Βέροιας;
Ν.Τ.: «Ως Ημαθιώτες, έχουμε αδυναμία στον Φίλιππο. Έχουμε αγκαλιάσει τον σύλλογο και τις ομάδες χάντμπολ, μπάσκετ, βόλεϊ ανδρών και τον έχουμε ψηλά. Είναι το σπουδαιότερο σωματείο στην Ημαθία και όταν βλέπεις ότι για δεκαετίες ο τόπος ακούγεται λόγω του Φίλιππου και αυτό σε χαροποιεί, θέλεις εύλογα να ανταποδώσεις. Εγώ δεν είμαι οπαδός, είμαι φίλαθλος και προσωπικά δεν είχα παρακολουθήσει το βόλεϊ του Φίλιππου και δεν γνώριζα ότι από πέρσι αγωνίζεται στην Α1 Ανδρών. Μαζί με τον δημοσιογράφο Τάσο Καμπάνη, έμαθα παράλληλα και τα προβλήματα της ομάδας και ήρθα σε επικοινωνία με τον πρόεδρο, τον Δημήτρη Πιτούλια. Η αλήθεια είναι ότι την ομάδα στηρίζουν και πολιτικά πρόσωπα και όταν ενημερώθηκαν ότι την βοηθώ κι εγώ, ενδιαφέρθηκαν πιο ενεργά.
-Ποιος ήταν ο αρχικός στόχος σας;
Ν.Τ.: «Από την πρώτη στιγμή που συνάντησα τα παιδιά της ομάδας βόλεϊ, ήθελα να συνεισφέρω ώστε να δουν λίγο «φως στο τούνελ». Τα παιδιά ήταν σε άσχημη κατάσταση, με καταρρακωμένη ψυχολογία. Εγώ αυτό το βίωσα ως φοιτητής. Είναι όταν θες να ανταποκρίνεσαι σε όσα επιθυμείς και φιλοδοξείς να κάνεις, αλλά να μην έχεις ένα δεκάρικο στην τσέπη... Μίλησα με παιδιά, με επαγγελματίες που έχουν όρεξη. Τον Κώστα Προύσαλη τον είχα ακουστά ως έναν διεθνή αστέρα του Ημαθιώτικου βόλεϊ. Συνάντησα όμως και ξένους που έμοιαζαν χαμένοι και προσπαθούσαν να αντιληφθούν τι συμβαίνει».
Τι σας τράβηξε περισσότερο, ώστε να αποφασίσετε να ενισχύσετε ενεργά το τμήμα βόλεϊ;
Ν.Τ.: «Διάβασα ένα άρθρο που ανέφερε «Τίτλοι τέλους στο βόλεϊ του Φίλιππου Βέροιας»... Κατάλαβα αμέσως τις δυσκολίες. Τι σημαίνει “δεν υπάρχει μέλλον” για μία ομάδα; Όταν είσαι νεοφώτιστος, πρέπει να διατηρηθείς και πέρσι η ομάδα έκανε μία ιστορική χρονιά, ως η πρώτη που μετά την άνοδο από την Α2 αγωνίστηκε στην παρθενική της σεζόν σε τελικό Λιγκ Καπ! Δεν είναι δύσκολο να κρατηθείς. Υπάρχουν οκτώ ομάδες, εκ των οποίων οι μισές είναι ίδιας ταχύτητας και δυναμικής. Για να πέσεις πρέπει να χάσεις τρία μπαράζ, με το τελευταίο από τον 3ο της Pre League. Οι συγκυρίες, όπως η αδυναμία συμμετοχής του Ηρακλή και του Παμβοχαϊκού, βοήθησαν να υπάρχουν διαθέσιμες αξιόλογες μονάδες. Όταν αντιλαμβάνεσαι ότι οι αναποδιές είναι οικονομικές, έπρεπε να χτυπήσουν τα καμπανάκια και στους ταγούς του τόπου και να πουν “πρέπει να πάμε να βοηθήσουμε”. Με προτροπές του Αντιπεριφερειάρχη, πολλοί επιχειρηματίες έχουμε δώσει εργασίες σε πολλά παιδιά. Όλοι πρέπει να βοηθούμε. Ξέρουμε, από την άλλη, ότι και οι τοπικές αρχές κάνουν ό,τι μπορούν για να ενισχύουν τις ομάδες της πόλης. Έκανα αμέσως μερικά τηλέφωνα και είπα ότι στην Κρήτη θα πάει η ομάδα κανονικά και θα αγωνιστεί. Παίκτες και προπονητές δεν ήξεραν αν θα ταξιδέψουν και καλύψαμε άμεσα τα αεροπορικά».
-Υπάρχει κάποιος στόχος για τη συνέχεια;
Ν.Τ.: «Το αρχικό μέλημά μας είναι να περάσουμε τον πρώτο σκόπελο. Ήθελα απλώς να καθίσω και να παρακολουθήσω και χάρηκα που τα παιδιά με δικαίωσαν με τη νίκη τους. Την επόμενη μέρα συναντηθήκαμε και είπαμε ότι θα συνεχίσουμε τον αγώνα».
-Σημεία επαφής υπάρχουν;
Ν.Τ.: «Υπάρχουν. Το είπα και στα παιδιά ότι θα κατέβω στην Αθήνα και θα συναντήσω και τον υφυπουργό Οικονομικών, τον κ. Απόστολο Βεσυρόπουλο και τον υφυπουργό Αθλητισμού, κ. Λευτέρη Αυγενάκη, τον οποίο έχουμε φιλοξενήσει στο παρελθόν στην Αλεξάνδρεια. Στις πρώτες τηλεφωνικές επικοινωνίες τα μηνύματα ήταν θετικά και αισιόδοξα. Τον ερχόμενο Ιανουάριο ή Φεβρουάριο θα εκταμιευθεί το ποσό της επιχορήγησης από την φορολόγηση του στοιχήματος. Λόγω της ανόδου του τζίρου, θα υπάρχει και αύξηση αυτού του ποσού, το οποίο θα μπορέσει να κρατήσει την ομάδα και να την βοηθήσει να ολοκληρώσει τη σεζόν. Η μισθοδοσία των παικτών πρέπει να τηρηθεί και χρονικά. Τα συμβόλαια οφείλουν να εκπληρωθούν και είπα στον Κώστα Προύσαλη ότι κάθε συμφωνία θα τηρηθεί, ενώ έγιναν συμφωνίες και για κάποιες οφειλές. Θα θέλαμε να είχαμε, επίσης, έναν ακόμη κεντρικό, αλλά δεν είμαστε σε θέση αυτή τη στιγμή να ανεβάζουμε το μπάτζετ. Στόχος μας είναι να το διαχειριστούμε. Υπάρχουν κάποιοι πιτσιρικάδες που θα έρθουν από το Ιράν και ένα κομμάτι που πρέπει να διαχειριστεί η διοίκηση είναι το τεχνοκρατικό».
-Πώς μπορεί να λειτουργήσει αυτό το κομμάτι;
Ν.Τ.: «Το έχω δει να εφαρμόζεται στην ποδοσφαιρική ομάδα ΟΦΗ και σε άλλες ομάδες που είμαστε ή ήμασταν χορηγοί. Έχει τύχει να βάλουμε χρήματα σε ερασιτεχνικό σωματείο στη Λαμία, στο πλαίσιο συνεργασίας με συναδέλφους. Όταν αγαπάς κάτι, βρίσκεις τον τρόπο. Έχω κάποιους ισχυρούς προμηθευτές, στους οποίους κάνουμε σημαντικούς τζίρους. Δεν τους «πνίγουμε», όμως είναι βοήθεια ακόμη και χορηγίες για να φτιάξουμε τις φανέλες. Ο παίκτης, όπως και κάθε εργαζόμενος, πρέπει να νιώθει την ασφάλεια για να κάνει τη δουλειά του. Όταν το 1989 ξεκινούσα τις σχολές μου, με συμβούλευαν να έχω συγκεκριμένες ιεραρχίες. Μου έλεγαν ότι θα πρέπει να δανειστώ και να... κόψω τον λαιμό μου για να πληρώνω τους μισθούς, τις εισφορές και την εφορία. Είναι πιο θεμιτό να πεις σε εργαζόμενο ότι δεν μπορείς να εκπληρώνεις μία συμφωνία και να τον αποζημιώνεις, παρά να τον έχεις απλήρωτο ακόμη και για έναν μήνα... Ο αθλητής θέλει και πρέπει να αισθάνεται το ίδιο. Δεν μπορείς να του πεις ότι θα δεν θα πάει σήμερα αλλά αύριο ένα πιάτο φαγητό στην οικογένειά του. Δεν είναι δυνατό το χόμπι και το επάγγελμα ενός παίκτη να γίνεται η τιμωρία του. Γι’ αυτό και υποσχεθήκαμε πως κανένας δεν θα χάσει τα χρήματά του. Ο έμπορος, ο προμηθευτής, ίσως να μπορεί να κάνει λίγη παραπάνω υπομονή. Ο παίκτης και ο εργαζόμενος στηρίζεται απευθείας σε εμάς».
-Οι επόμενες σκέψεις σας ποιες είναι;
Ν.Τ.: «Θα θέλαμε να κάνουμε μερικές κινήσεις και να φέρουμε κάποιους ανθρώπους μαζί μας, οι οποίοι μπορούν να συμβάλλουν. Σίγουρα, κάποια στιγμή, θα πρέπει να η ομάδα να βγει έξω, στην αγορά. Έρχονται Χριστούγεννα και τα καταστήματα θα έχουν τζίρους. Θα κινητοποιηθούμε κι εμείς με επικοινωνία σε γνωστούς μας, όμως είναι αλλιώς οι παίκτες να βρεθούν σε μαγαζιά, ώστε είτε να αγοραστούν εισιτήρια διαρκείας είτε να βρεθούν νέες συνεργασίες».
-Ποιες είναι οι κινήσεις με τον δήμο Bέροιας;
Ν.Τ.: «Δεν είχαμε ακόμη την ευχέρεια να καθίσουμε στο ίδιο τραπέζι με την τοπική αυτοδιοίκηση. Δεν είμαι νομικός, αλλά έχω μία καλή νομική ομάδα στις επιχειρήσεις μου και θα κάνουμε μία επίσκεψη στην αρμόδια επιτροπή του δήμου. Όλα, όπως πιστεύω πάντα, ξεκινούν από το μπέρδεμα του ημιεπαγγελματικού. Πρέπει να εξετάσουμε την εξάρτηση του τμήματος βόλεϊ από τον Ερασιτέχνη του Φίλιππου Βέροιας και ίσως να κοπεί αυτός ο ομφάλιος λώρος. Ενδεχομένως αυτός ο τρόπος να είναι η δημιουργία μίας ανώνυμης εταιρίας. Θα πρέπει, σε κάθε περίπτωση τα πράγματα να είναι ξεκάθαρα. Πολλές φορές, ακόμη και στον ΠΑΟΚ, τα σωματεία είχαν προβλήματα με τον Ερασιτέχνη. Ήμασταν χορηγοί και στις επισκέψεις στα γραφεία, σε κάθε συζήτηση για θέματα μάρκετινγκ ή χορηγιών, είχαμε τον βραχνά του Ερασιτέχνη... Κάναμε χρήση σήματος, το οποίο είχαμε πληρώσει ως ΠΑΕ ΠΑΟΚ, όμως υπήρχαν μπερδέματα με το αντίστοιχο του Ερασιτέχνη. Πουθενά δεν είναι όλα ρόδινα, όμως και η Πολιτεία πρέπει να δώσει λύση και σε αυτό».
-Τι θα σημαίνει δικαίωση για τον Νίκο Τάκη, με την εμπλοκή του στον Φίλιππο Βέροιας;
Ν.Τ.: «Για κάθε φίλαθλο σημασία έχει να πηγαίνει καλά η ομάδα του. Δεν μπορούμε να πούμε αυτή τη στιγμή ότι ο Φίλιππος Βέροιας στοχεύει στην κατάκτηση του πρωταθλήματος. Ωστόσο, θα πρέπει να έχουμε βλέψεις υψηλότερες από την παραμονή. Αυτός, βεβαίως, είναι ο πρώτος στόχος και θα είμαι ικανοποιημένος αν μείνουμε στην Volley League. Θέλουμε μία καλή πορεία στο Κύπελλο, που θα αρχίσει τον Φεβρουάριο και πάντα ένα τρόπαιο ανεβάζει και την ψυχολογία και το πρεστίζ ενός συλλόγου. Στην αρχαία Αθήνα ήταν σημαντικό για τον χορηγό να παίρνει τον χάλκινο τρίποδα, το πρώτο έπαθλο και για τον σπόνσορα και για τον αθλητή. Ήταν σημαντικό το πόσους τρίποδες είχε ο καθένας».
-Αν σας έλεγαν ποια είναι τα σημαντικότερα γράμματα στο αλφαβητάρι της ζωής σας, ποια θα λέγατε;
Ν.Τ.: «Επειδή θα το διαβάσουν η σύζυγός μου και ο γιος μου, είναι το Ρ και το Β. Η Ρούλα και ο Βασίλης! Δεν είναι ούτε το V για τη Vellum, ούτε το F για το Free Studies ή το R για το RAM ούτε το Φ για τον Φίλιππο ή το Π για τον ΠΑΟΚ. Μεγάλωσα σε μία πολυμελή φαμίλια και έμαθα να είμαι υπέρ του θεσμού της οικογένειας. Θυμάμαι ότι κοιμόμασταν στις 4 το πρωί για να πάμε στα καπνά. Ήταν μία δύσκολη καθημερινότητα και παρακαλούσαμε να ανοίξει το σχολείο ή να βρέξει, ώστε να μην πηγαίνουμε! Σκέφτομαι τη δική μου γενιά, με 100 παιδιά στο δημοτικό, ενώ τώρα τα χωριά έχουν ερημώσει πια... Η αστυφιλία άρχισε να μειώνεται όταν προέκυψαν οι επιδοτήσεις. Πολλοί αγρότες, φίλοι, αγχώνονταν που τα παιδιά τους ήθελαν κάτι διαφορετικά από την εργασία στα οικογενειακά χωράφια. Αυτό που τους έλεγα ήταν πως θα πρέπει να αγχώνονται αν οι νέοι είναι «μπούφοι» και κάθονται όλη μέρα στις καφετέριες. Οι σπουδές ανοίγουν ορίζοντες και η γνώση πρέπει να εξελίσσεται, σε κάθε τομέα και σε κάθε ηλικία. Είτε αφορά τις επιχειρήσεις είτε, φυσικά και τα σπορ».
Aπό το Γραφείο Τύπου του Α.Π.Σ.Φίλιππος Βέροιας